ετερόδους

ετερόδους
-ουν
(για ζώα) αυτός που έχει ανόμοια δόντια, όπως ο άνθρωπος (δηλ. δόντια διαφόρων ειδών, τομείς, κυνόδοντες κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + οδούς «δόντι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”